- -ούχος
- (ΑΜ -οῡχος)μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β' συνθετικό < -οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν -ο- (πρβλ. τροπαι-ούχος < τρόπαιον, κληρ-ούχος < κλήρος, γαλακτ-ούχος < γάλα, -ακτος). Τα σύνθ. σε -ούχος σημαίνουν τον κάτοχο αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό τής λ. (βλ. και λ. έχω).Σύνθ. με β' συνθετικό -ούχος: γαιούχος, γαλακτούχος, δαδούχος, ευνούχος, κλειδούχος, κληρούχος, πηδαλιούχος, πολιούχος, ραβδούχος, σκηπτούχος, σπερματούχος, ταλαντούχος, τροπαιούχοςαρχ.ασπιδούχος, αχνούχος, βαλβιδούχος, γαλούχος, γεούχος, δαιμονιούχος, δημούχος, δικτυούχος, διφρούχος, εστιούχος, ηλιούχος, θεμελιούχος, καπνούχος, κεραούχος, κεραυνούχος, κλαδούχος, κλῃδούχος, κρηνούχος, κυκλούχος, κυνούχος, λαμπαδούχος, λεοντούχος, λινούχος, λυχνούχος, μεγαλούχος, μελιούχος, μηλούχος, νηούχος, οϊστούχος, ουρανούχος, οφιούχος, πατρούχος, πεδιούχος, πρυμνούχος, πυλούχος, πυργούχος, ριζούχος, ρινούχος, σπειρούχος, σταθμούχος, στερνούχος, στεφανούχος, στηλούχος, στροφιούχος, ταγούχος, ταμιούχος, τεμενούχος, τιμούχος, τριαινούχος, τρυπανούχος, τυμβούχος, φαλερούχοςνεοελλ.αδειούχος, αεριούχος, αλατούχος, αλκαλιούχος, αλκοολούχος, αμυλούχος, ανθρακούχος, αξιωματούχος, αριστούχος, ασβεστ(ι)ούχος, ασφαλτούχος, αυτοκινητούχος, βαθμούχος, βιταμινούχος, γηπεδούχος, διαμερισματούχος, δικαιούχος, δικαιωματούχος, διπλωματούχος, εκατομμυριούχος, ελαιούχος, θειούχος, ιωδιούχος, κεφαλαιούχος, κυανούχος, κυπελλούχος, λεμβούχος, μεριδιούχος, μερισματούχος, μολυβδούχος, νικελιούχος, οικοπεδούχος, οινοπνευματούχος, ομολογιούχος, οξυγονούχος, περιπτερ(ι)ούχος, πετρελαιούχος, πιτυρούχος, πρατηριούχος, προνομιούχος, προσοντούχος, πτυχιούχος, ραδιούχος, σακχαρούχος, σιδηρούχος, συνταξιούχος, τιμαριούχος, τιτανιούχος, τιτλούχος, υδατούχος, υδρογονούχος, φθοριούχος, φωσφορούχος, χλωριούχος, χρυσούχος, χωματούχος.
Dictionary of Greek. 2013.